σύμπλοκο — το, Ν (βιολ. χημ.) βλ. σύμπλοκος … Dictionary of Greek
θρομβοπλαστίνη — Σύμπλοκο φωσφολιπιδίων και πρωτεϊνών, που σχηματίζεται κατά τη διάρκεια τραυματισμού των ιστών. Η θ. συνδυάζεται με τον παράγοντα VII και ιόντα Ca2+, για την ενεργοποίηση του παράγοντα X. Ο παράγοντας X, με τη σειρά του, σχηματίζει σύμπλοκο με… … Dictionary of Greek
πρωτεϊνικός — ή, ό, Ν [πρωτεΐνη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις πρωτεΐνες (α. «πρωτεϊνική αλυσίδα» β. «πρωτεϊνικό μόριο») 2. φρ. α) «πρωτεϊνική αντλία» (βιοχ.) μεμβρανική πρωτεΐνη ή πρωτεϊνικό σύμπλοκο που αντλεί ιόντα, λ.χ. νατρίου, καλίου, χλωρίου, ή… … Dictionary of Greek
σιδηροκυανιούχος — α, ο, θηλ. και ος, Ν 1. χημ. ονομασία τών σύμπλοκων αλάτων ή τών εστέρων τού σιδηροκυανιούχου οξέος που περιέχουν στη σύνθεσή τους το τρισθενές σύμπλοκο ανιόν τού σιδηροκυανίου (α. «σιδηροκυανιούχο κάλιο» β. «σιδηροκυανιούχος σίδηρος») 2. φρ.… … Dictionary of Greek
συνδιάταξη — Στη χημεία σημαίνει έναν ιδιαίτερο τύπο δεσμού. Διάφορα μέταλλα, ειδικά αυτά που ανήκουν στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος (κοβάλτιο, νικέλιο, σίδηρος, λευκόχρυσος), δίνουν με ουδέτερα μόρια (του τύπου της αμμωνίας ή του νερού) ή με… … Dictionary of Greek
-όνιο — (I) σύνηθες επίθημα ονομασιών χημικών στοιχείων και ενώσεων (πρβλ. αντιμόνιο, αλφόνιο). (II) και ώνιο επίθημα όρων τής χημείας που δηλώνει ένα θετικά φορτισμένο σύμπλοκο ιόν (πρβλ. φωσφόνιο, αμμώνιο, οζώνιο) … Dictionary of Greek
ακτινομυοσίνη — η βιοχ. είναι σύμπλοκο τής μυοσίνης* και τής ακτίνης* που δημιουργείται μέσα σε διάλυμα χλωριούχου καλίου (KCI). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκτίς ( ίνα) + μυοσίνη*. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. actomyocin < act(in) (< ἀκτίς, ίνα) +… … Dictionary of Greek
ετεροχρωματίνη — Χρωματίνη (σύμπλοκο DNA ιστονών), η οποία εμφανίζει υψηλό βαθμό συμπύκνωσης, σε αντίθεση με την ευχρωματίνη. Η ε. χρωματίζεται πιο έντονα από την ευχρωματίνη στα διάφορα στάδια του κυτταρικού κύκλου και αντιπροσωπεύει το τμήμα του γενετικού… … Dictionary of Greek
μετάφραση — (Βιολ.). Μετατροπή γενετικά κωδικοποιημένων οδηγιών, που περιέχονται στα νουκλεϊκά οξέα, σε μια σειρά αμινοξέων, με σκοπό την κατασκευή μιας πρωτεΐνης σε ένα κύτταρο· ονομάζεται, επίσης, και πρωτεϊνοσύνθεση. Η μ. χωρίζεται σε τρία στάδια: την… … Dictionary of Greek
νικοτιναμίδιο — το (φαρμ.) αμίδιο τού νικοτινικού οξέος, που ανήκει στο σύμπλοκο τής βιταμίνης Β και τού οποίου η έλλειψη προκαλεί την πελλάγρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. nicotinamide < nicotine + amide] … Dictionary of Greek