πι-σύμπλοκο

πι-σύμπλοκο
το, Ν
άκλ. χημ. ένωση δύο μορίων η οποία προκύπτει ως αποτέλεσμα τής αλληλεπίδρασης ενός π-μοριακού τροχιακού τού ενός με ένα κενό μοριακό τροχιακό τού άλλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. pi complex < ελλ. πι + complex «σύμπλοκο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σύμπλοκο — το, Ν (βιολ. χημ.) βλ. σύμπλοκος …   Dictionary of Greek

  • θρομβοπλαστίνη — Σύμπλοκο φωσφολιπιδίων και πρωτεϊνών, που σχηματίζεται κατά τη διάρκεια τραυματισμού των ιστών. Η θ. συνδυάζεται με τον παράγοντα VII και ιόντα Ca2+, για την ενεργοποίηση του παράγοντα X. Ο παράγοντας X, με τη σειρά του, σχηματίζει σύμπλοκο με… …   Dictionary of Greek

  • πρωτεϊνικός — ή, ό, Ν [πρωτεΐνη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις πρωτεΐνες (α. «πρωτεϊνική αλυσίδα» β. «πρωτεϊνικό μόριο») 2. φρ. α) «πρωτεϊνική αντλία» (βιοχ.) μεμβρανική πρωτεΐνη ή πρωτεϊνικό σύμπλοκο που αντλεί ιόντα, λ.χ. νατρίου, καλίου, χλωρίου, ή… …   Dictionary of Greek

  • σιδηροκυανιούχος — α, ο, θηλ. και ος, Ν 1. χημ. ονομασία τών σύμπλοκων αλάτων ή τών εστέρων τού σιδηροκυανιούχου οξέος που περιέχουν στη σύνθεσή τους το τρισθενές σύμπλοκο ανιόν τού σιδηροκυανίου (α. «σιδηροκυανιούχο κάλιο» β. «σιδηροκυανιούχος σίδηρος») 2. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • συνδιάταξη — Στη χημεία σημαίνει έναν ιδιαίτερο τύπο δεσμού. Διάφορα μέταλλα, ειδικά αυτά που ανήκουν στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος (κοβάλτιο, νικέλιο, σίδηρος, λευκόχρυσος), δίνουν με ουδέτερα μόρια (του τύπου της αμμωνίας ή του νερού) ή με… …   Dictionary of Greek

  • -όνιο — (I) σύνηθες επίθημα ονομασιών χημικών στοιχείων και ενώσεων (πρβλ. αντιμόνιο, αλφόνιο). (II) και ώνιο επίθημα όρων τής χημείας που δηλώνει ένα θετικά φορτισμένο σύμπλοκο ιόν (πρβλ. φωσφόνιο, αμμώνιο, οζώνιο) …   Dictionary of Greek

  • ακτινομυοσίνη — η βιοχ. είναι σύμπλοκο τής μυοσίνης* και τής ακτίνης* που δημιουργείται μέσα σε διάλυμα χλωριούχου καλίου (KCI). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκτίς ( ίνα) + μυοσίνη*. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. actomyocin < act(in) (< ἀκτίς, ίνα) +… …   Dictionary of Greek

  • ετεροχρωματίνη — Χρωματίνη (σύμπλοκο DNA ιστονών), η οποία εμφανίζει υψηλό βαθμό συμπύκνωσης, σε αντίθεση με την ευχρωματίνη. Η ε. χρωματίζεται πιο έντονα από την ευχρωματίνη στα διάφορα στάδια του κυτταρικού κύκλου και αντιπροσωπεύει το τμήμα του γενετικού… …   Dictionary of Greek

  • μετάφραση — (Βιολ.). Μετατροπή γενετικά κωδικοποιημένων οδηγιών, που περιέχονται στα νουκλεϊκά οξέα, σε μια σειρά αμινοξέων, με σκοπό την κατασκευή μιας πρωτεΐνης σε ένα κύτταρο· ονομάζεται, επίσης, και πρωτεϊνοσύνθεση. Η μ. χωρίζεται σε τρία στάδια: την… …   Dictionary of Greek

  • νικοτιναμίδιο — το (φαρμ.) αμίδιο τού νικοτινικού οξέος, που ανήκει στο σύμπλοκο τής βιταμίνης Β και τού οποίου η έλλειψη προκαλεί την πελλάγρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. nicotinamide < nicotine + amide] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”